- ὀρειδρομία
- ὀρει-δρομία, ἡ,A running on the hills, AP7.413 (Antip.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορειδρομία — ὀρειδρομία, ἡ (Α) [ορειδρόμος] το να τρέχει κάποιος στα όρη, το τρέξιμο ανά τα όρη … Dictionary of Greek
ὀρειδρομίας — ὀρειδρομίᾱς , ὀρειδρομία running on the hills fem acc pl ὀρειδρομίᾱς , ὀρειδρομία running on the hills fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)